-
1 γλήνη
γλήνη: pupil of the eye, Od. 9.390; as term of reproach, κακὴ γλήνη, ‘doll,’ ‘girl,’ coward, Il. 8.164.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γλήνη
-
2 γλήνη
γλήνη, ἡ,A eyeball, Il.14.494, Od.9.390; τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει, Ruf. Onom.24, cf. Poll.2.70; poet. eye, S.OT 1277;Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.4.18
.IIἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164
, perh. doll, plaything (since figures are reflected small in the pupil, cf. κόρη).IV honeycomb, AB233, Hsch.V = γλίνη (q. v.), Hdn. Gr.1.330.
См. также в других словарях:
γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… … Dictionary of Greek
NAZARENUS — a Gap desc: Hebrew per Tzade, cognomen DOMININOSTRI, ob educationem in oppido Nazaret ei inditum, Matthaei c. 2. v. ult. Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ ὅπως πληρωθῇ τὸ ῤηθὲν διὰ τῶ Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται, Et veniens… … Hofmann J. Lexicon universale